- αἱμορραγοῦν
- αἱμορραγέωhave a haemorrhagepres part act masc voc sg (attic epic doric)αἱμορραγέωhave a haemorrhagepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμορροΐδα — και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες) φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους). ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός] … Dictionary of Greek
αιμόρρους — αἱμόρρους, ουν (και ασυναίρ. αιμόρροος, ον) (AM) 1. αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, που αιμορραγεί 2. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες 3. «αἱμόρροοι φλέβες» τόσο μεγάλες ώστε να αιμορραγούν ύστερα από κάθε τραυματισμό 4. (το άρσ. ως ουσ.) ὁ… … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… … Dictionary of Greek
βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)